καταιονούμαι

καταιονούμαι
καταιονοῡμαι, -έομαι (Α)
καταβρέχομαι, εμποτίζομαι, μουσκεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μέσος και παθητικός τ. τού καταιον-άω / -, που κλίνεται όμως κατά τα ρ. σε -έομαι / -οῦμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”